Βαλκανικές παραλλαγές του "Γιοφυριού της Άρτας"
Το υπέροχο δημιούργημα της λαϊκής μούσας, το τραγούδι "Του γιοφυριού της Άρτας" είναι μια πασίγνωστη παραλογή με πολλές εκδοχές στον βαλκανικό χώρο αλλά και κατά τόπους στην ελληνική επικράτεια. Παρακάτω δίνονται κάποιες από αυτές...
Η
κυπριακή παραλλαγή του «γιοφυριού της Άρτας»: Ο ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ ΤΖ' Η ΜΑΡΟΥ∆ΚΙΑ
Κάτω στους πέντε ποταµούς, κάτω στις πέντε
βρύσες,
κάτω στις άκρες των ακρών εκεί που τελειώνει ο
κόσµος,
κάτω στις άκρες των ακρών στη µέση του Μόου,
έκτιζαν γεφύρι και είπαν πως είναι του φόβου.
Γιοφύρι είναι που χτίζανε µε δώδεκα καµάρες
και όλη µέρα το έχτιζαν, τη νύχτα πάλι
χαλούσε.
Και το Στοιχειό του ποταµού από κάτω
κελαηδούσε :
- Α! Βαλιαντή πρωτοµάστορα και µάστορα στους
µαστόρους,
από τη γενιά σου αν δε βάλεις γιοφύρι δε
στέκει.
Στέκεται διερωτάται και εκείνος ποιον να
βάλει.
- Άντε να πω τη µάνα µου, άλλη πια µάνα
πού’ναι;
Άντε να πω τον πατέρα µου, άλλο πια πατέρα
πού’ναι;
Και αν βάλω από τα αδέλφια µου, αδέλφια δε
βρίσκω.
Χαπάρια και µηνύµατα πηγαίνει στη Μαρουδκιά.
- Έλα να πάε Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε
θέλει.
Κακό στο νου της δεν έβαλε, καλό στο νου της
βάζει
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι,
χρυσή κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή
πηγαίνει.
Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το
καηµό του
-Τι µε θέλεις, µάστορα µου, και µου µήνυσες
και ήρθα;
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε
σε θέλω.
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται
πίσω της.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε
θέλει.
-Τώρα ήµουν στου Βαλιαντή και µου είπε πως δε
µε θέλει.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε
θέλει.
Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα µαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα
αποχαιρέτισε.
-Σε κοιµίζω, µωρό µ ου, και άλλη θα σε
ξυπνήσει,
σε ζυµώνω ζυµάρι µ ου και άλλη θα σε κόψει.
Έχετε γεια σπίτια ου και στρώµα όπου
κοιµόµουν,
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα.
Έπιασε τη µαύρη ρόκα και το µαύρο ροδάνι,
µαύρη κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή
πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο
κλάµα.
-Α! σιταρένιο µου ψωµί, σιµιγδαλένια πίτα,
τι µε θέλεις, Βαλιαντή, και ου µήνυσές και
ήρθα;
Πάντα έστελνες και µε έφερναν και λουζόσουνα
το γέλιο,
τώρα έστειλες και µε έφεραν και λούστηκες το
κλάµα.
-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καµάρα που
είναι στο
µέσον η αρραβώνα µου έπεσε και ποιος θα µου
την εύρει;
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την
εύρω.
Φέρε καρέκλα που να αρµόζει, φέρε χρυσό
ψαλίδι, κόψε
τα µαλλιά µου που είναι εξήντα πιθαµές
και κάµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση δέσε µε κατέβασέ µε ως κάτω.
Φέρνει καρέκλα που να αρµόζει, φέρνει χρυσό
ψαλίδι,
και έκοψε τα µαλλιά της που είναι εξήντα
πιθαµές
έκαµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω.
Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από ’δω, τίποτα δε
βρίσκει,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να
τη
ρουφήσουν.
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να
µε
ρουφήσουν. -Και ξανακάνε το γύρο, µακάρι να
πετύχεις να τη βρεις.
Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή και το µωρό µου
κλαίει
και τα βυζιά τα µυροδόχα είναι φουσκωένα από
το γάλα.
-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω.
Ανάθε µ α τη µ άνα της και την καρδιά που
είχε,
ανάθεα τη άνα της την πικρογαλατούσα.
Τρεις κόρες που τις έκαµε, τρία γεφύρια
έχτισαν,
η µια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι
Η
ποµάκικη παραλλαγή του «Γεφυριού της Άρτας» (Μετάφραση)
Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη µέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεµίζεται
Το βράδι γκρεµίζεται, θυσία θέλει.
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν.
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια,
Ελάτε να κάνουµε δικιά µας συµφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουµε στη µέση στα θεµέλια.
Ξεπρόβαλλε του πιο µικρού (αδελφού)
Του πιο µικρού η όµορφη Γιουρκέ,
Η όµορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη.
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωινό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό.
Την είδε ο µικρότερος ο αγαπηµένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το µάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα.
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια.
- Ο Θεός µαζί σου, όµορφη Γιουρκέ
- Γιατί µου κλαις πρώτη µου αγάπη;
Πώς να µην κλαίω, όµορφη Γιουρκέ;
Το δαχτυλίδι µου έπεσε στη µέση του γεφυριού.
- Μη µου κλαις πρώτη µου αγάπη
Θα µαζέψω το µανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα µπω στη µέση στα θεµέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασηµένιο δαχτυλίδι µε τη µαρµαρένια πέτρα.
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουµε
την όµορφη Γιουρκέ στη µέση της γέφυρας
- Αφήστε µε, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, µου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωµένο.
- Μη µου κλαις όµορφη Γιουρκέ
Έχεις µάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει.
Η
ποντιακή παραλλαγή (σε απόδοση-μετάφραση)
Της
Τρίχας το γεφύρι
Είναι το
θρυλικό γεφύρι του Πόντου που σύμφωνα με το τραγούδι χτίστηκε με ανθρωποθυσία.
Βρίσκεται στο δρόμο Τραπεζούντας- Ερζερούμ σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από την
Τραπεζούντα. Ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Πυξίτη. Σήμερα δεν
χρησιμοποιείται. Διατηρείται σαν μνημείο, που υπενθυμίζει τον τραγικό θρύλο που
ο πρωτομάστορας για να στεριώσει το γιοφύρι, θυσίασε στα θεμέλιά του τη γυναίκα
του.
Κει πέρα στη Δρακόλιμνη, στης Τρίχας το
γεφύρι,
Χίλιοι μαστόροι δούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλη τη μέρα χτίζανε, τη νύχτα γκρεμιζόταν.
Οι μάστοροι χαιρόντουσαν, που θα πληθαίν’ η
ρόγα,
οι μαθητάδες κλαίγανε, ποιος κουβαλάει
λιθάρια;
κι αυτός ο πρωτομάστορας σκέπτεται νύχτα μέρα.
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στήνω το γεφύρι;
– Άν δίνω σε τον κύρη μου, κύρην άλλον δεν
έχω!
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στήνω το γεφύρι;
-Άν δίνω σε τη μάνα μου, δεν έχω άλλη μάνα!
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στέκει το γεφύρι;
– Άν δίνω σε τ’ αδέλφια μου, αδέλφι’ άλλα δεν
έχω!
– Τί δίνεις, πρωτομάστορα στεριώνω το γεφύρι;
– Άν δίνω σε και τα παιδιά, παιδάκι’ άλλα δεν
έχω!
– Τί δίνεις, πρωτομάστορα στεριώνω το γεφύρι;
– Άν δίνω τη γυναίκα μου, καλύτερη θε να ‘βρω!
Μηνάει και τη γυναίκα του γρήγορα να
προφτάσει.
-Τον Γιάννη δεν τον έλουσε, στη κούνια δεν τον
βάζει,
τα ζά και τα μοσχάρια της δεν τ’ άρμεξεν ακόμα
.
Ξαναμηνά στην έρημη μήνυμα μ’ ερμοπούλι,
να πάει Σάββατο στο λουτρό, την Κυριακή στο
γάμο,
και τη Δευτέρα το πουρνό δω και πέρα κι όλας
να ‘ναι.
Σάββατο πήγε στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο,
μυρόλουσε το Γιάννη της, στην κούνια τονε
βάζει,
καλάρμεξε τα ζωντανά, βύζαξε τα μοσχάρια,
και τη Δευτέρα το πουρνό στη Δρακολίμνη
ευρέθη.
-Στη Δρακολίμνη μου ‘πεσε, καλή, το δαχτυλίδι
κει το πουγγί του κύρη μου, της μάννας το
λογάρι,
όπου βουτά και παίρνει αυτά, ας έχει αυτά κι
εμένα.
Πέντε οργυιές κατέβηκε κι ολοένα τραγουδούσε,
Πέντ’ άλλες εκατέβηκε κι όλο μοιρολογώντας.
-Κι αν δεν πονώ τα κάλλη μου, κι αν δεν πονώ
την νιότη,
πονώ και κλαίω το πουλί, π’ άφησα κοιμισμένο.
Ως τρέμουνε τα γόνα μου, η γέφυρά σου ας
τρέμει,
κι ως τα μαλλιά μου σείονται, να σείουνται οι
διαβάτες,
κι ως τρέχουνε τα δάκρυά μου, να τρέχει το
ποτάμι.
-Καλή μου, ευχήσου, πες ευχές, ευχές, μην
καταριέσαι,
-Έχεις στην ξενιτιά αδελφούς, έρχονται και
περνάνε.
– Κι ως στέκουνε τα γόνα μου, να στέκει το
γεφύρι’
κι ως τα μαλλιά μου στέκουνε, να στέκουν οι
διαβάτες,
κι ως στέκουνε τα δάκρυα μου να στέκει το
ποτάμι.
Τρεις αδελφές ‘μεις ήμασταν κι οι τρεις
καταραμένες,
μια χτίζει την Άσεδα, το Δεβασίρι η άλλη,
κι εγώ η τρισκατάρατη της Τρίχας το γεφύρι.
Η αλβανική
παραλλαγή, "Το κάστρο της Ροζάφα"
Απλώθηκε ομίχλη πάνω από το ποτάμι της Μπούνα
Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Μετά από τρεις μέρες και τρεις νύχτες
φύσηξε αεράκι
και πήρε μακριά την ομίχλη .
Την πήγε μέχρι το Βαλντανούζ .
Εκεί που δουλεύανε τρεις αδελφοί .
τρεις αδελφοί χριστιανοί .
Αυτοί , ολημερίς κτίζανε ένα κάστρο
που το βράδυ γκρεμιζόταν .
Από κει περνά ένας Άγιος
- «Καλή δουλειά και καλορίζικο αδέλφια !»
- «Καλό νάχεις , Άγιε !
Μα πού το βλέπεις το καλορίζικο ;
Ό,τι χτίζουμε όλη τη μέρα
γκρεμίζεται τη νύχτα .
Δείξε μας τι να κάνουμε
για να στεριώσουμε το κάστρο !»
- «Αν θέλετε εσείς να γίνει καλή δουλειά
ορκιστείτε στο Θεό
στο σπίτι να μην κουβεντιάσετε
και στις γυναίκες σας να μην μαρτυρήσετε τα
εξής :
Αύριο κιόλας , όποια από τις γυναίκες σας
φέρει το φαγητό πρώτη ,
να τη ρίξετε στα θεμέλια του κάστρου ,
και τότε θα δείτε το κάστρο να στεριώνει ».
Αχ ! Ο μεγαλύτερος αδελφός
παράβηκε τον όρκο του ,
το ‘κουβέντιασε στο σπίτι , το μαρτύρησε στη
γυναίκα του .
Το ίδιο έκανε και ο δεύτερος αδελφός .
Ξέχασε τι τον συμβούλεψε ο Άγιος ,
παράβηκε κι αυτός τον όρκο του
και το μαρτύρησε στη γυναίκα του.
ενώ ο μικρότερος αδελφός ,
ο μικρότερος και ο καλύτερος ,
κράτησε τον όρκο του :
Στο σπίτι του δεν το κουβέντιασε
και στη γυναίκα του δεν το μαρτύρησε .
Ήρθε το χάραμα ,
οι πέτρες ράγισαν ,
οι καρδιές χτύπησαν .
Η πεθερά φωνάζει τις νύφες :
-« Νύφη , μεγάλη μου νύφη ,
οι μαστόροι χρειάζονται φαγητό .
Θέλουν ψωμί και νερό !»
-«Μητέρα , δεν μπορώ να πάω .
Σήμερα , θα επισκεφτώ τους δικούς μου ».
-«Νύφη , μικρή μου νύφη !»
- « Ορίστε , αφέντρα και μητέρα»
-«Οι μαστόροι χρειάζονται φαγητό.
Θέλουν ψωμί και νερό ,
θέλουν κολοκύθα με κρασί ».
-«Μα το Θεό , μητέρα , θα πήγαινα
αλλά έχω παιδί μικρό.»
-Πήγαινε νυφούλα μου ,
και το παιδί σου θα το προσέχουμε εμείς .
Δε θα το αφήσουμε να κλαίει ».
Εκείνη πήρε φαγητό , πήρε και νερό ,
Πήρε και την κανάτα με το κρασί ,
Και κατεβαίνοντας στην Καζένα ,
Πλησίασε στον τοίχο του κάστρου .
Τα σφυριά σταμάτησαν .
Οι καρδιές χτύπησαν δυνατά .
Τα πρόσωπα χλώμιασαν .
Όταν την είδε ο άντρας της
του έπεσε από το χέρι το σφυρί .
-« Τι έχεις άντρα μου και άφησες το σφυρί ; »
- «Ήταν γραφτό για σένα ,
να θυσιαστείς » , είπε εκείνος .
- «Έχε γεια , άντρα μου και σε σας κουνιάδια
μου .
Μόνο ένα πράγμα σας ζητώ :
Όταν στον τοίχο με σφηνώσετε ,
αφήστε έξω το δεξί μου μάτι ,
το δεξί μου χέρι , το δεξί μου πόδι ,
και το δεξί μου στήθος .
Έχω παιδί μικρό
και όταν αυτό αρχίσει να κλαίει ,
με το ένα μάτι να το βλέπω
με το ένα πόδι να το κουνώ ,
και με το ένα στήθος να το θηλάζω .
Όσο για το κάστρο ,
να υψωθεί ,
το παιδί μου να το χαρεί ,
βασιλιάς να γίνει και να πολεμάει εκεί ! »
Σερβική
παραλλαγή:
Τρεις αδερφοί, οι βασιλιάδες Βουκάσιν,
Ούγγλιες και Γκόικο, προσπαθούν να χτίσουν μία γέφυρα πάνω από έναν ποταμό.
Όπως και στην ελληνική εκδοχή, το βράδυ αυτό γκρεμίζεται, μόνο που εδώ αυτό
είναι έργο μίας νεράιδας. Η νεράιδα λοιπόν επισκέπτεται τον Βουκάσιν, όπως το
πουλάκι στο ελληνικό ποίημα, για να του πει μια λύση: πρέπει να θυσιαστούν δύο
αδέρφια, η Στόγια και ο Στόγιανε. Ο Βουκάσιν στέλνει τον έμπιστο υπηρέτη του
Ντέμιζιρ να τους ψάξει –αυτός προσπαθεί να τους βρει επί τρία ολόκληρα χρόνια
χωρίς καμιά όμως επιτυχία. Τότε η νεράιδα δίνει τη δεύτερη εναλλακτική – να θυσιαστεί
μία από τις συζύγους των βασιλιάδων. Όταν ο Βούκασιν και ο Ούγγλιες
προειδοποιούν τις γυναίκες τους, έρχονται στο επίκεντρο ο Γκόικο και η δική του
σύζυγος. Μάλιστα οι άλλες δύο την παρασέρνουν με δόλο στην παγίδα. Εδώ πάλι η
σέρβικη εκδοχή συγκλίνει με την ελληνική – πρέπει να θυσιαστεί μία γυναίκα, και
μάλιστα μεγάλης σημασίας. Το ποίημα τελειώνει ως εξής: η σύζυγος του Γκόικο
φτάνει και αυτός θλίβεται όπως και ο πρωτομάστορας στο ελληνικό τραγούδι. Ο
βασιλιάς όμως εδώ χρησιμοποιεί ως δικαιολογία ένα χρυσό μήλο και όχι δαχτυλίδι.
Η γυναίκα, πιστή στο πρότυπο της αφοσιωμένης συζύγου που ακολουθείται στις εν
λόγω παραλλαγές, κατεβαίνει στα θεμέλια να το πάρει. Αμέσως ο Βουκάσιν και ο
Ούγγλιες αρχίζουν να τη χτίζουν και αυτή αρχικά νομίζει ότι πρόκειται για
αστείο, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει τη μοίρα της.
Η
ρουμάνικη παραλλαγή Meşterul Manole.
Ο ηγεμόνας Negru Voda ζητά από δέκα
μαστόρους να προσπαθήσουν να βρουν έναν τόπο για να χτίσουν το μοναστήρι.
Αρχηγός των μαστόρων είναι ο Μανόλης. Συναντούν ένα νεαρό βοσκό που παίζει
φλογέρα και τον ρωτούν εάν είδε ένα παλαιό τοίχο στην περιοχή. Ο βοσκός τους
δείχνει την κατεύθυνση και ο Negru Voda καταδεικνύει το σημείο όπου θα κτιστεί
το μοναστήρι. Την ημέρα το χτίζουν και το κτίσμα το βράδυ γκρεμίζεται. Ο Μανόλης
κοιμάται στην περιοχή των εργασιών. Ξυπνώντας λέει στους συντρόφους του ότι
είδε όνειρο (ή σε άλλες παραλλαγές άκουσε φωνή εξ ουρανού κλπ.) πως για να
στερεωθεί το κτίσμα θα πρέπει να εντοιχίσουν γυναίκα, σύζυγο ή αδελφή τους,
όποια παρουσιαστεί εκεί το επόμενο πρωί. Την επόμενη το πρωί βλέπει από μακριά
να έρχεται η σύζυγός του, φέρνοντας λουλούδια, φαγητό και κρασί, αυτός όμως
παρακαλεί τον Θεό να την ωθήσει να επιστρέψει πίσω. Ο Θεός δημιουργεί μία σειρά
ακραίων καιρικών φαινομένων αλλά η γυναίκα τα παρακάμπτει και καταφέρνει να
φτάσει. Ο Μανόλης της ζητά να μείνει στον τοίχο για να αστειευτούν
εντοιχίζοντάς την. Εκείνη τους πιστεύει. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται η
εντοίχιση. Όταν το κτίσιμο τελείωσε ο Negru Voda ευχαριστεί το Θεό και ρωτά
τους μαστόρους αν μπορούν να κατασκευάσουν και άλλο όμοιο κτίσμα. Εκείνοι
απαντούν καταφατικά. Τότε ο ηγεμόνας (Negru Voda) διαλύει τις σκαλωσιές και οι
εννιά μάστορες πετούν, αλλά πέφτουν στη γη κι απολιθώνονται. Πέφτει κι ο
Μανόλης και στο σημείο αναβλύζει πηγή με νερό καθαρό, αλλά πικρό και αλμυρό από
τα δάκρυά του. ΙΙΙ.3.δ.
Η
ουγγρική παραλλαγή Kömüves Kelemenné.
Δώδεκα μάστορες χρεώνονται το κτίσιμο
του φρουρίου της πόλης Deva. Οι τοίχοι διαρκώς πέφτουν. Ο αρχηγός τους
αποφασίζει να εντοιχιστεί η πρώτη γυναίκα που θα παρουσιαστεί μπροστά τους.
Καθώς προχωρά προς τα εκεί αντικρίζει από μακριά τη σύζυγό του, που βρισκόταν
εκεί, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Της κάνει νόημα να μην πλησιάσει αλλά
εκείνη ξεπερνά τα εμπόδια και φτάνει ασφαλής. Της επιτρέπεται να πάει στο σπίτι
και να αποχαιρετίσει τους φίλους και το μικρό γιό της κι έπειτα να επιστρέψει,
να συναντήσει τη μοίρα της. Το μικρό παιδί ψάχνει παντού τη μητέρα του. Τελικά
φτάνει στη Deva όπου μαθαίνει τι συνέβη. Πέφτει μέσα στην τάφρο και πεθαίνει.
Η
βουλγάρικη παραλλαγή Vgradena Nevesta.
206 Ο επιδέξιος μάστορας (συνήθως
Manoil) χτίζει τη γέφυρα (ή σε άλλες περιπτώσεις πόλη, μοναστήρι, κάστρο). Οι
μάστορες και οι βοηθοί χτίζουν όλη τη μέρα ενώ το βράδυ το κτίσμα καταρρέει.
Απελπίζονται κι αποφασίζουν ότι το κτίσμα χρειάζεται «στοιχειό» για να
στερεωθεί: η πρώτη σύζυγος που θα φέρει πρωινό θα πρέπει να εντοιχιστεί ζωντανή
στα θεμέλια. Όλοι οι εργαζόμενοι, εκτός από το Manoil, ειδοποιούν τις συζύγους
τους να μη φέρουν φαγητό την επόμενη ημέρα. Ο Manoil, στην προσπάθειά του να
σώσει τη σύζυγό του, της αναθέτει μία σειρά από εργασίες, πριν φέρει το φαγητό
και της λέει να μη βιαστεί. Τα στοιχεία της φύσης από μόνα τους, προσπαθούν να
εμποδίσουν την πρόοδο των εργασιών της συζύγου. Αλλά κανένα από αυτά δε μπορεί
να τη σταματήσει και η γυναίκα φτάνει πρώτη στο χώρο των εργασιών. Μόλις τη
βλέπει ο πρωτομάστορας, αρχίζει να κλαίει ενώ η γυναίκα τον ρωτά να μάθει τι
του συμβαίνει. Της εξηγεί ότι του έπεσε το δαχτυλίδι στα θεμέλια του κτίσματος.
Η σύζυγος κατεβαίνει να βρει το δαχτυλίδι ενώ οι άλλοι μάστορες της εξηγούν την
κατάσταση. Παρακαλεί να της επιτραπεί να φιλήσει και να χαιρετήσει τα παιδιά
της αλλά την εντοιχίζουν αμέσως. Όταν οι εργασίες ολοκληρώνονται και όλοι
φεύγουν, ο πρωτομάστορας μένει και θρηνεί για το χαμό της συζύγου του και για
το μέλλον των ορφανών, από μητέρα, παιδιών του.
Η
παραλλαγή των αθίγγανων.
Δώδεκα αδέρφια χτίζουν ένα γεφύρι. Ο
μεγαλύτερος εξ αυτών ονομάζεται Manoli. Όταν ολοκληρώνεται η μία πλευρά του
γεφυριού, γκρεμίζεται η άλλη. Η γυναίκα του Manoli έρχεται πρώτη να φέρει
φαγητό στους δώδεκα μάστορες. Όταν καταφτάνει, βλέπει το Manoli στεναχωρημένο
και τον ρωτά γιατί δεν τρώει μαζί τους. Ο πρωτομάστορας της απαντά ότι έχει
χάσει το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους μέσα στο νερό του ποταμού. Εκείνη (το
όνομά της αναφέρεται ως Lénga) προτίθεται να ψάξει να βρει το δαχτυλίδι. Ο
πρωτομάστορας μπαίνει στο νερό και πνίγεται. Κι έγινε φυλαχτό στο εσώτατο
σημείο της γέφυρας. Τα μάτια του Manoli μεταμορφώθηκαν στη μεγάλη ανοικτή αψίδα
της γέφυρας. Ένα φίδι εμφανίζεται στη Lénga η οποία φοβάται και λέει ότι είναι
άρρωστη. […]. Ένας άλλος άντρας καλεί τη γυναίκα του Manoli. Εκεί, ενώ
βρίσκονται καθοδόν, σταμάτησαν κι ο άντρας ήπιε κρασί. Επιστρέφοντας, δε, στο
σπίτι σκότωσε τη γυναίκα του Manoli.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου